Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), o Εθνικός μας ποιητής, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του, Αγγελικής Νίκλη του Δημητρίου Νίκλη είναι από την Μάνη.
(Τον τύπον κατά γενικήν πληθ των Νικλιανών αναφέρει και ο Ζώης γράφων:. «... Νίκλου οικ άπαντα εν Ζακύνθω το 1554 ... ή Νικλιανών οικ εκ της εν Πελοπον κατά το Χρονικόν του Μορέως οχυράς μεσαιωνικής πολίχνης Νίκλι ή Νύκλι της Μάνης» . Κατά το Χρονικόν (στ. 2046) το εθνικόν του Νίκλι είναι Νικλιώτης. Πρόκειται προφανώς η γεν. Νικλιανών, όπου η ονομ. Νικλιάνος, το όνομα δηλ. του μέλους της γενιάς των Νικλιανών σημειώνεται και ως επώνυμον.
Νικλιάνοι είναι οι μεγαλογενήτες, σοϊλήδες στην Μάνη (Δημ Δημητράκος:. «Οι Νικλιάνοι» (1948) Ακούγεται λογικό οι Μανιάτες, κυρίως φτωχοί φαμέγοι που τις περισσότερες φορές αντιμετώπιζαν τον σκληρό διωγμό από τους μεγαλογενήτες Νικλιάνους, που έφθαναν στην Ζάκυνθο προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, να δηλώνουν ως όνομα παραφράσεις του «ονόματος» Νικλίανος. Η εγγραφή τους στα νέα Ζακυνθινά μητρώα γινόταν πολλές φορές με την τοπική παραφθορά που είχε επικρατήσει πχ. Νίκλος).
(Τον τύπον κατά γενικήν πληθ των Νικλιανών αναφέρει και ο Ζώης γράφων:. «... Νίκλου οικ άπαντα εν Ζακύνθω το 1554 ... ή Νικλιανών οικ εκ της εν Πελοπον κατά το Χρονικόν του Μορέως οχυράς μεσαιωνικής πολίχνης Νίκλι ή Νύκλι της Μάνης» . Κατά το Χρονικόν (στ. 2046) το εθνικόν του Νίκλι είναι Νικλιώτης. Πρόκειται προφανώς η γεν. Νικλιανών, όπου η ονομ. Νικλιάνος, το όνομα δηλ. του μέλους της γενιάς των Νικλιανών σημειώνεται και ως επώνυμον.
Νικλιάνοι είναι οι μεγαλογενήτες, σοϊλήδες στην Μάνη (Δημ Δημητράκος:. «Οι Νικλιάνοι» (1948) Ακούγεται λογικό οι Μανιάτες, κυρίως φτωχοί φαμέγοι που τις περισσότερες φορές αντιμετώπιζαν τον σκληρό διωγμό από τους μεγαλογενήτες Νικλιάνους, που έφθαναν στην Ζάκυνθο προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, να δηλώνουν ως όνομα παραφράσεις του «ονόματος» Νικλίανος. Η εγγραφή τους στα νέα Ζακυνθινά μητρώα γινόταν πολλές φορές με την τοπική παραφθορά που είχε επικρατήσει πχ. Νίκλος).
Ο
κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα
Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από
το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία
απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο
της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του
θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα
των νόμιμων τέκνων.
Μια ερευνητική μυθ-ιστορία για την
πραγματική ζωή της μητέρας του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού είναι το
βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ωκεανός, με συγγραφέα την
Ελένη Κεκροπούλου.Τίτλος, «Αγγέλικα, η μαντενούτα».
Στις 562 σελίδες του ο αναγνώστης
μαθαίνει την επιμελώς «κρυμμένη» πλευρά μιας υπόθεσης που έχει κοινωνικό,
δικαστικό και εθνικό ενδιαφέρον: της «παλλακίδας» του Κόντε Σαλομόν ντι
Τσιορτσέλο, της «μαντενούτας» (από την ιταλική λέξη «κρατημένη»-«σπιτωμένη»,
επί το λαϊκότερο…). Ενός «θεσμού» στη φεουδαρχική Ζάκυνθο που, υπό βενετική
κυριαρχία, επέτρεπε στους βαθύπλουτους να έχουν κατ' οίκον ερωμένες από
πάμφτωχες οικογένειες με την ανοχή της νομίμου συζύγου.
Ο 60χρονος ιταλικής καταγωγής
Ζακυνθινός έμπορος καπνού Σαλομόν -μετέπειτα Σολωμός- ερωτεύεται την
κατατρεγμένη από τη φτώχεια 13χρονη Μανιάτισσα υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη,
την οποία του πούλησε ο δυστυχής πατέρας της. Από το γάμο του με την ελληνικής
καταγωγής Μαρνέτα Κάκνη γεννιούνται δύο παιδιά: ο Ροβέρτος και η Ελένη. Από την
εκτός γάμου σχέση με την Αγγέλικα θα γεννηθούν τρία παιδιά: ο Διονύσιος, ο
μεγάλος ποιητής, ο Δημήτριος, σημαντικός πολιτικός στα ταραγμένα Επτάνησα και ο
Ιωάννης, διαπρεπής νομικός.
Το τρίτο παιδί, ο Ιωάννης, είναι
μεταθανάτιος γιος του Κόντε, ο οποίος Κόντε παντρεύτηκε την Αγγέλικα λίγο πριν
πεθάνει και ενώ δεν είχε γεννηθεί το τρίτο παιδί. Το παιδί αυτό δέχθηκε να
αναλάβει ο ποπολάρος Μανώλης Λεονταράκης, ένα φτωχό παλικάρι, εργάτης του
Κόντε, που παντρεύτηκε με τη θέλησή της η Αγγέλικα.
Ο Διονύσιος μεγάλωσε με κηδεμόνες. Σε
ηλικία 9 ετών εστάλη στη Βενετία από τους τρείς επιτρόπους-κηδεμόνες , όπως
όρισε ο Κόντε στη διαθήκη του. Στο βιβλίο υπάρχει ένα σπαρακτικό γράμμα που
στέλνει ο σπουδαστής γιος στη μάνα, με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1815 και λέει:
«Πολυαγαπημένη μου μητέρα,
Επιτέλους, ύστερα από τα τέσσερα και
παραπάνω χρόνια που λαχταρούσα να λάβω γράμμα σου, μου ήρθαν το ένα πάνω στο
άλλο. Τα έβρεξα, πίστεψέ με, με τα πιο θερμά δάκρυα, γιατί μου έδιωξαν τους
φόβους που τόσες φορές έβαζεν ο νους μου καθώς δεν λάβαινα καθόλου γράμματά
σου. Πολλές φορές σ' έκλαψα για πεθαμένη, άλλες πάλι, για να παρηγορηθώ,
προσπαθούσα να βρω κάποια δικαιολογία ώστε να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Σε λίγες
μέρες μπαίνω στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου θα πρέπει να βάλω όλα μου τα
δυνατά, για να μπορέσω ύστερα από τρία χρόνια να έχω πάρει κάποια διάκριση όταν
σε ξανασφίξω στην αγκαλιά μου» (…).
Σε ηλικία 21 ετών και χωρίς να έχει
τελειώσει τη Νομική Σχολή, επιστρέφει το 1818 στη Ζάκυνθο και συναντά μέσα σε
κλάματα τη μητέρα του, έχοντας να αντιμετωπίσει τους επιτρόπους που του
απαγορεύουν να συγχρωτίζεται με την κατώτερης κοινωνικής τάξης μητέρα του.
Λίγα χρόνια μετά, αρχίζει μια
δικαστική διαμάχη μεταξύ των αδερφών γιατί δεν θέλουν να μοιρασθούν τη μεγάλη
περιουσία του πατέρα τους με τον Ιωάννη, τον τρίτο γιο. Διότι, σύμφωνα με το
ενετικό ισχύον τότε νομικό σύστημα, αν αναγνωριζόταν «ομοπάτριος, νόμιμο τέκνο
εκ νομίμου γάμου» θα είχε εκείνος την περιουσία και εκείνη ένα μικρό μερίδιο. Η
μητέρα αναγκάζεται να καταθέτει από δίκη σε δίκη ώσπου το Ανώτατο Συμβούλιο
Δικαιοσύνης δεν αναγνώρισε τον τρίτο γιο ως κληρονόμο. Το Πρωτοδικείο σε
συνεδρίασή του στις 20 Ιανουαρίου του 1836 απεφάνθη ότι η πάλαι ποτέ μαντενούτα
στις 18 Αυγούστου του 1807 είχε δηλώσει ρητώς στις αρχές ότι «το συλληφθέν
τέκνον ήτον του Εμμανουήλ Λεονταράκη». Έτσι η περιουσία δεν πήγε στον Ιωάννη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου