Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Φωτίζοντας μια αποκλίνουσα και αποσιωπημένη αρχιτεκτονική

Παναγιώτης Τσακόπουλος «Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής» Καλειδοσκόπιο, 2014, σελ. 672

Του Δημήτρη Φιλιππίδη

Μόνο ως μεγάλο κατόρθωμα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει αυτό το επιβλητικό βιβλίο, με την εντυπωσιακή σελιδοποίηση (Νατάσσα Παππά), την πλούσια εικονογράφηση με (πολλές φορές) αδημοσίευτο ώς τώρα υλικό και με κείμενα (ελληνικά και αγγλικά) που απαιτούν όχι μόνο προσεκτικό διάβασμα αλλά είναι ικανά να προκαλέσουν ζωηρές συζητήσεις. Γι’ αυτά τα χαρίσματα το συνιστούμε ανεπιφύλακτα. Κατόρθωμα, για έναν λόγο ακόμα, επειδή εκδόθηκε στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, βρίσκοντας διαχειριστικές διεξόδους κι αγγίζοντας άμεσα το αμείωτο ενδιαφέρον που πάντα θα υπάρχει, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, για τη ζώσα αρχιτεκτονική του τόπου.

Η παρουσίαση μάλιστα του βιβλίου (στις 8 Μαΐου, Booze) ταίριαζε όχι μόνο στις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά υπογράμμιζε ότι πάντα θα υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για προβολή πολιτιστικών δρώμενων, ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των νέων, αυτού του ανθρώπινου δυναμικού που βίωσε με τον πιο άγριο τρόπο την τωρινή κρίση. Οταν στο τέλος παίχτηκε κι ένα βίντεο με συνεχή βομβαρδισμό από αρχιτεκτονικά έργα σε συνδυασμό με μουσική, ένιωθε κανείς ότι βρισκόταν μπροστά σ’ ένα λαμπρό πανόραμα, μακριά από την καταθλιπτική εικόνα της σύγχρονης ζωής. Μια επιλεγμένη λοιπόν αρχιτεκτονική, ικανή να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό, να δώσει υποσχέσεις για το μέλλον.

Τι καλύτερο θα περίμενε κανείς να εισπράξει από ένα βιβλίο για την ελληνική αρχιτεκτονική: κάτι που πατάει στο παρελθόν για να μιλήσει για το παρόν. Ο Παν. Τσακόπουλος κατάφερε να πετύχει τον στόχο που είχε θέσει, χτίζοντας επιλεκτικά πάνω σε ό,τι προϋπήρχε από μελέτες, άρθρα, παρουσιάσεις και οργανώνοντας την ύλη του σε δύο μέρη. Βάση του εγχειρήματος είναι τα 18 «μονογραφικά σχεδιάσματα», δηλαδή οι ισάριθμες περιπτώσεις ελληνικών γραφείων αρχιτεκτονικής που πληρούν τις προϋποθέσεις που εκείνος έχει θέσει αρχικά.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Οι μονογραφίες παρατάσσονται στο Μέρος Β' ενώ στο Μέρος Α' προτάσσονται οι «Αναγνώσεις», το κατεξοχήν συνθετικό, αλλά συγκριτικά το πιο αδύνατο κομμάτι του βιβλίου. Το Μέρος Α' στηρίζεται στις 18 μονογραφίες που είπαμε και σπάει σε τρεις ενότητες (εκπαίδευση και έργο, γενεαλογικές συσχετίσεις, οι 18 στην ελληνική βιβλιογραφία). Αντίστοιχα, το Μέρος Β' υποδιαιρείται σε πέντε ενότητες (φονξιοναλισμός, μπρουταλισμός, δομή, ιδιωματισμοί, «επαναφορά μοντέρνου»).

Οι χαρακτηρισμοί, οι επιλογές και οι τυχόν αποκλεισμοί, όπως και οι ομαδοποιήσεις που προτείνει ο Τσακόπουλος, «ψημένος» μελετητής της σύγχρονης αρχιτεκτονικής ήδη από το 2007 (ως διευθυντής σύνταξης ειδικευμένου περιοδικού), μπορούν να αποτελέσουν θέματα, όπως είπαμε, μεγάλης συζήτησης πάνω σε ζητήματα ουσίας κι επιμέρους λεπτομέρειες. Ομως μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχαν ορισμένες γενικότερες διαπιστώσεις. Θα τις αναφέρουμε όσο γίνεται πιο συνοπτικά.

Ο Παν. Τσακόπουλος σπάει την εδώ και πολλά χρόνια διαδομένη συνήθεια να αγνοούνται, διακριτικά ή απροσχημάτιστα, όσοι προηγήθηκαν στη μελέτη και έρευνα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι μεθοδικός κι επίπονος αναγνώστης της συσσωρευμένης βιβλιογραφίας των τελευταίων σαράντα ετών και κάνει παντού συστηματικές αναφορές και σχολιασμούς. Χτίζει πάνω σ’ αυτό που υπάρχει και το συμπληρώνει με δική του πρωτότυπη έρευνα, τεκμηριωμένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Βοηθάει έτσι όσους θελήσουν να ακολουθήσουν αλλά και παράλληλα ερμηνεύει, με τον δικό του πάντα τρόπο, τις «παλιές γραφές». Με δυο λόγια, έχει πλήρη συνείδηση πως ανήκει σε μια «παράδοση», στην οποία συμβάλλει με το δικό του πόνημα. Ενα ελάχιστο παράδειγμα είναι η επιστροφή του σε ποικίλα κείμενα του Δημήτρη Φατούρου, τα οποία έχει αξιοποιήσει με μεγάλη ευστοχία.

Η κατάθεση συνάμα του Τσακόπουλου, με την επιλογή των 18 μονογραφιών, προκύπτει από τον συνδυασμό δύο χαρακτηριστικών: το «ιδιόρρυθμο στίγμα» και την «περιορισμένη προβολή» της καθεμιάς περίπτωσης. Ομως η περιορισμένη ή απούσα προβολή, όπου κι αν οφείλεται, δεν φαίνεται (πιστεύουμε, ευτυχώς) να παίζει στην πράξη αποφασιστικό ρόλο. Κυρίαρχη θέση έχει στην πραγματικότητα η πεποίθηση πως υπάρχει μια συνέχεια στην ελληνική αρχιτεκτονική, όπως πιστοποιείται από τις 18 περιπτώσεις που προσκομίζονται, καθώς υπάρχουν έντονες διαφορές ηλικίας ανάμεσα στην παλιά φρουρά (με προεξάρχοντα τον Γιάννη Δεσποτόπουλο, 1903-92) και τους νεότερους κληρονόμους (όπως τον Νίκο Σκουτέλη, γενν. 1962).

Εκεί λοιπόν που μας είχαν κάνει να πιστεύουμε πως έπαψε να υφίσταται κάποια «μεγάλη τοιχογραφία» της ελληνικής αρχιτεκτονικής, εδώ επιστρέφουμε στην ισχυρά μυθοποιητική αντίληψη ότι το ηρωικό (για να μην πούμε, μαρτυρικό) μοντέρνο υπήρχε πάντα, ότι ποτέ δεν εξαφανίστηκε, αλλά εξακολουθεί να βγάζει κλαδιά και φύλλα. Αυτό ζητά να αποδείξει ο Παν. Τσακόπουλος, με προσεκτικά επιλεγμένα αποδεικτικά στοιχεία, γεφυρώνοντας κάποτε μεγάλες διαφορές ηλικίας, νοοτροπίας και σχεδιαστικού ήθους.


Ετσι συνδέεται άμεσα με την προηγούμενη, ίσως τολμηρότερη αφήγηση που συνέθεσε ο πρόσφατα χαμένος Ορέστης Δουμάνης πενήντα χρόνια πριν, το 1963-64, για τη μεταπολεμική ελληνική αρχιτεκτονική, προβάλλοντας την τότε ομάδα των πολλά υποσχόμενων νέων αρχιτεκτόνων. Με τη διαφορά ότι ο Δουμάνης του 1963 ήταν στραμμένος προς το μέλλον ενώ ο Παν. Τσακόπουλος σήμερα μιλάει για «επαναφορά του μοντέρνου», κάτι σαν «τεστ αντοχής» γ’ αυτό το μυθικό ζητούμενο, που από μόνο του θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις.


Επιπλέον, το εγχείρημα του Τσακόπουλου δεν αποδεικνύεται εύκολο στην πράξη, γιατί εξαναγκάζεται να αποκλείσει και να αποσιωπήσει (με τη σειρά του) μεγάλες και ουσιώδεις περιοχές της ελληνικής αρχιτεκτονικής, επειδή δεν «βολεύουν» το δικό του μοντέλο, και μάλιστα χρησιμοποιώντας όχι πάντα αδιάσειστα επιχειρήματα. Θυσιάζοντας μοιραία σημαντικό τμήμα της πραγματικότητας, αποκτούμε έτσι μια αναντίρρητα γοητευτική αφήγηση που μας παρασύρει προς μια αισιόδοξη, όπως είπαμε, «ανάγνωση» της αρχιτεκτονικής. Το ερώτημα αν τα κέρδη είναι μεγαλύτερα των απωλειών καλείται να το απαντήσει ο κάθε αναγνώστης. Αυτή είναι άλλωστε και η πρόκληση αυτού του τόσο αξιόλογου βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: